σπερματοθήκη — σπερματοθήκη, η και σπερμοθήκη, η 1. μέρος του άνθους ή του καρπού στο οποίο περιέχονται τα σπέρματα. 2. μέρος του γεννητικού συστήματος ορισμένων εντόμων όπου φυλάγονται τα σπερματοζωάρια του αρσενικού, ώσπου να γονιμοποιηθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
περικαρπιάκανθος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει αγκαθωτό περικάρπιο, αγκαθωτή σπερματοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικάρπιον + ἄκανθος] … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπερμοθήκη — η, Ν βλ. σπερματοθήκη … Dictionary of Greek
σπερμόζευγμα — το, Ν βιολ. (ιδίως για έντομα) μάζα από τακτικά συναθροισμένα σπερματοζωάρια η οποία οδηγείται στη σπερματοθήκη, συνήθως τών εντόμων … Dictionary of Greek